Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


argonàuta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [argoˈnawta]

1 κεφαλόποδο γένους argonauta
2 αργοναύτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  argon arguire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

argomentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
argomentatore (ουσ αρσ )
argomentazione (θηλ.ουσ)
argomento (ουσ αρσ )
argon (ουσ αρσ )
argonauta (ουσ αρσ )
arguire (ρ. μτβ.)
argutamente (επίρ.)
argutezza (θηλ.ουσ)
arguto (επίθ.)
arguzia (θηλ.ουσ)
aria (θηλ.ουσ)
arianesimo (ουσ αρσ )
ariano (αρσ. επίθ και ουσ)
aridamente (επίρ.)
aridità (θηλ.ουσ)
arido (αρσ. επίθ και ουσ)
aridocoltura (θηλ.ουσ)
arieggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arieggiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---