Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarieggiàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ariedˈʤato] 1 αερισμένος 2 ευάερος 3 εξαερισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |