Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àrista  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈarista]

1 ραχοκοκαλιά γουρουνιού
2 άγανο σταχυού
3 αθήρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arioso aristato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arietta (θηλ.ουσ)
arillo (ουσ αρσ )
aringa (θηλ.ουσ)
arioso (ουσ αρσ )
arioso (επίθ.)
arista (θηλ.ουσ)
aristato (επίθ.)
aristocratico (ουσ αρσ )
aristocratico (επίθ.)
aristocrazia (θηλ.ουσ)
Aristofane (ουσ αρσ )
aristofanesco (επίθ.)
Aristotele (ουσ αρσ )
aristotelico (αρσ. επίθ και ουσ)
aristotelismo (ουσ αρσ )
aritmetica (θηλ.ουσ)
aritmetico (αρσ. επίθ και ουσ)
aritmia (θηλ.ουσ)
aritmico (ουσ αρσ )
aritmico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---