Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aritmètico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aritˈmɛtiko]

1 μαθηματικός ειδικός στην αριθμητική
2 αριθμητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aritmetica aritmia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aristofanesco (επίθ.)
Aristotele (ουσ αρσ )
aristotelico (αρσ. επίθ και ουσ)
aristotelismo (ουσ αρσ )
aritmetica (θηλ.ουσ)
aritmetico (αρσ. επίθ και ουσ)
aritmia (θηλ.ουσ)
aritmico (ουσ αρσ )
aritmico (επίθ.)
arlecchinata (θηλ.ουσ)
arlecchinesco (επίθ.)
arlecchino (αρσ. επίθ και ουσ)
arma (θηλ.ουσ)
armacollo (ουσ αρσ )
armadietto (ουσ αρσ )
armadillo (ουσ αρσ )
armadio (ουσ αρσ )
armaiolo (ουσ αρσ )
armamentario (ουσ αρσ )
armamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---