Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaritmètico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [aritˈmɛtiko] 1 μαθηματικός ειδικός στην αριθμητική 2 αριθμητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |