Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarlecchinésco
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [arlekkiˈnesko] 1 αλλοπρόσαλλος 2 γελοίος 3 ο του αρλεκίνου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |