Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arlecchinésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [arlekkiˈnesko]

1 αλλοπρόσαλλος
2 γελοίος
3 ο του αρλεκίνου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arlecchinata arlecchino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aritmetico (αρσ. επίθ και ουσ)
aritmia (θηλ.ουσ)
aritmico (ουσ αρσ )
aritmico (επίθ.)
arlecchinata (θηλ.ουσ)
arlecchinesco (επίθ.)
arlecchino (αρσ. επίθ και ουσ)
arma (θηλ.ουσ)
armacollo (ουσ αρσ )
armadietto (ουσ αρσ )
armadillo (ουσ αρσ )
armadio (ουσ αρσ )
armaiolo (ουσ αρσ )
armamentario (ουσ αρσ )
armamento (ουσ αρσ )
armare (ρ. μτβ.)
armarsi (ρ. μ. αμτβ.)
armata (θηλ.ουσ)
armato (ουσ αρσ )
armato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---