Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


armaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [armaˈmento]

1 σκελετός (κτιρίου)
2 υπερδομή
3 εποικοδόμημα
4 ξάρτια
5 εξοπλισμός
6 οπλισμός
7 εξόπλιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  armamentario armare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

armadietto (ουσ αρσ )
armadillo (ουσ αρσ )
armadio (ουσ αρσ )
armaiolo (ουσ αρσ )
armamentario (ουσ αρσ )
armamento (ουσ αρσ )
armare (ρ. μτβ.)
armarsi (ρ. μ. αμτβ.)
armata (θηλ.ουσ)
armato (ουσ αρσ )
armato (επίθ.)
armatore (ουσ αρσ )
armatore (επίθ.)
armatura (θηλ.ουσ)
arme (θηλ.ουσ)
armeggiamento (ουσ αρσ )
armeggiare (ρ.αμτβ.)
armeggio (ουσ αρσ )
armeno (αρσ. επίθ και ουσ)
armento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---