Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


armàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈmare]

εξοπλίζω

armàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arˈmarsi]

1 ενδυναμώνομαι
2 μαζεύω το κουράγιο μου
3 εξοπλίζομαι
4 ισχυροποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  armamento armata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

armadillo (ουσ αρσ )
armadio (ουσ αρσ )
armaiolo (ουσ αρσ )
armamentario (ουσ αρσ )
armamento (ουσ αρσ )
armare (ρ. μτβ.)
armarsi (ρ. μ. αμτβ.)
armata (θηλ.ουσ)
armato (ουσ αρσ )
armato (επίθ.)
armatore (ουσ αρσ )
armatore (επίθ.)
armatura (θηλ.ουσ)
arme (θηλ.ουσ)
armeggiamento (ουσ αρσ )
armeggiare (ρ.αμτβ.)
armeggio (ουσ αρσ )
armeno (αρσ. επίθ και ουσ)
armento (ουσ αρσ )
armeria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---