Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


armerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [armeˈria]

1 οπλοθήκη
2 οπλοστάσιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  armento armiere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

armeggiamento (ουσ αρσ )
armeggiare (ρ.αμτβ.)
armeggio (ουσ αρσ )
armeno (αρσ. επίθ και ουσ)
armento (ουσ αρσ )
armeria (θηλ.ουσ)
armiere (ουσ αρσ )
armigero (ουσ αρσ )
armigero (επίθ.)
armistizio (ουσ αρσ )
armo (ουσ αρσ )
armonia (θηλ.ουσ)
armonica (θηλ.ουσ)
armonicamente (επίρ.)
armonico (αρσ. επίθ και ουσ)
armonio (ουσ αρσ )
armonioso (επίθ.)
armonista (ουσ αρσ και θηλ.)
armonium (ουσ αρσ )
armonizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---