Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


armònico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈmɔniko]

1 συμμετρικός
2 μελωδικός
3 αρμονικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  armonicamente armonio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

armistizio (ουσ αρσ )
armo (ουσ αρσ )
armonia (θηλ.ουσ)
armonica (θηλ.ουσ)
armonicamente (επίρ.)
armonico (αρσ. επίθ και ουσ)
armonio (ουσ αρσ )
armonioso (επίθ.)
armonista (ουσ αρσ και θηλ.)
armonium (ουσ αρσ )
armonizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
armonizzazione (θηλ.ουσ)
arnese (ουσ αρσ )
arnia (θηλ.ουσ)
arnione (ουσ αρσ )
aroma (ουσ αρσ )
aromaticità (θηλ.ουσ)
aromatico (αρσ. επίθ και ουσ)
aromatizzante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aromatizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---