Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaromatizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [aromatidˈdzare] 1 αρωματίζω 2 μυρώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |