Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arpióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈpjone]

1 μεντεσές
2 ρεζές πόρτας
3 τσιγκέλι
4 γάντζος
5 πολύ μεγάλο καρφί
6 γλώσσα ή μοχλός γραναζιού
7 πολύ πλατύ καρφί
8 αρπάγη
9 καμάκι (μεγάλο για φάλαινες)
10 διάταξη παρεμπόδισης αναστροφής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arpionare arpionismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arpeggiatore (ουσ αρσ )
arpeggio (ουσ αρσ )
arpia (θηλ.ουσ)
arpicordo (ουσ αρσ )
arpionare (ρ. μτβ.)
arpione (ουσ αρσ )
arpionismo (ουσ αρσ )
arpista (ουσ αρσ και θηλ.)
arpone (ουσ αρσ )
arra (θηλ.ουσ)
arrabattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrabbiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrabbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrabbiato (αρσ. επίθ και ουσ)
arrabbiatura (θηλ.ουσ)
arraffare (ρ. μτβ.)
arrampicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrampicata (θηλ.ουσ)
arrampicatore (ουσ αρσ )
arrancare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---