Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arpionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [arpjoˈnare]

1 καμακίζω
2 καμακώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arpicordo arpione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arpeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arpeggiatore (ουσ αρσ )
arpeggio (ουσ αρσ )
arpia (θηλ.ουσ)
arpicordo (ουσ αρσ )
arpionare (ρ. μτβ.)
arpione (ουσ αρσ )
arpionismo (ουσ αρσ )
arpista (ουσ αρσ και θηλ.)
arpone (ουσ αρσ )
arra (θηλ.ουσ)
arrabattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrabbiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrabbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrabbiato (αρσ. επίθ και ουσ)
arrabbiatura (θηλ.ουσ)
arraffare (ρ. μτβ.)
arrampicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrampicata (θηλ.ουσ)
arrampicatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---