Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarpeggiàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [arpedˈʤare] 1 παίζω όργανο παράγοντας ξεχωριστούς ήχους 2 παίζω άρπα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |