Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarpagóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arpaˈgone] 1 αρπάγη 2 τσιγκούνης και μίζερος 3 άγκυρα 4 τσιγκέλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |