Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arpeggiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arpedʤaˈtore]

αρπιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arpeggiare arpeggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aromatizzare (ρ. μτβ.)
arpa (θηλ.ουσ)
arpagone (ουσ αρσ )
arpeggiamento (ουσ αρσ )
arpeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arpeggiatore (ουσ αρσ )
arpeggio (ουσ αρσ )
arpia (θηλ.ουσ)
arpicordo (ουσ αρσ )
arpionare (ρ. μτβ.)
arpione (ουσ αρσ )
arpionismo (ουσ αρσ )
arpista (ουσ αρσ και θηλ.)
arpone (ουσ αρσ )
arra (θηλ.ουσ)
arrabattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrabbiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrabbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrabbiato (αρσ. επίθ και ουσ)
arrabbiatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---