Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarrabbiatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [arrabbjaˈtura] 1 οργή 2 μανία 3 λύσσα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |