Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arredaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arredaˈmento]

η επίπλωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrecare arredare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrangiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrangiatore (ουσ αρσ )
arrangolare (ρ. μτβ.)
arrangolato (επίθ.)
arrecare (ρ. μτβ.)
arredamento (ουσ αρσ )
arredare (ρ. μτβ.)
arredato (επίθ.)
arredatore (αρσ. επίθ και ουσ)
arredo (ουσ αρσ )
arrembaggio (ουσ αρσ )
arrembare (ρ. μτβ.)
arrendersi (ρ. μ. αμτβ.)
arrendevole (επίθ.)
arrendevolezza (θηλ.ουσ)
arrendevolmente (επίρ.)
arrestare (ρ. μτβ.)
arrestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arresto (ουσ αρσ )
arretramento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---