Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arrèsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈrɛsto]

1 (cattura) η σύλληψη
2 (messa in prigione) η φυλάκιση
3 (fermata) η στάση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrestarsi arretramento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mandato [αρσ.] d'arresto = το ένταλμα σύλληψης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrendevole (επίθ.)
arrendevolezza (θηλ.ουσ)
arrendevolmente (επίρ.)
arrestare (ρ. μτβ.)
arrestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arresto (ουσ αρσ )
arretramento (ουσ αρσ )
arretrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arretrarsi (ρ.μ. (αντων.))
arretratezza (θηλ.ουσ)
arretrato (αρσ. επίθ και ουσ)
arri (επιφ.)
arricchimento (ουσ αρσ )
arricchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arricchirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arricchito (ουσ αρσ )
arricchito (επίθ.)
arricciacapelli (ουσ αρσ )
arricciare (ρ. μτβ.)
arricciarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---