Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarrèsto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arˈrɛsto] 1 (cattura) η σύλληψη 2 (messa in prigione) η φυλάκιση 3 (fermata) η στάση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmandato [αρσ.] d'arresto = το ένταλμα σύλληψης Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |