Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arretràre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arreˈtrare]

1 ανακαλώ
2 αποσύρω

arretrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [arreˈtrarsi]

1 αρνούμαι να συμμετάσχω
2 οπισθοχωρώ
3 τραβιέμαι
4 αποχωρώ
5 αποσύρομαι
6 παραιτούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arretramento arretratezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrendevolmente (επίρ.)
arrestare (ρ. μτβ.)
arrestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arresto (ουσ αρσ )
arretramento (ουσ αρσ )
arretrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arretrarsi (ρ.μ. (αντων.))
arretratezza (θηλ.ουσ)
arretrato (αρσ. επίθ και ουσ)
arri (επιφ.)
arricchimento (ουσ αρσ )
arricchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arricchirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arricchito (ουσ αρσ )
arricchito (επίθ.)
arricciacapelli (ουσ αρσ )
arricciare (ρ. μτβ.)
arricciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arricciatura (θηλ.ουσ)
arridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---