Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarricchìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [arrikˈkire] 1 πλουτίζω 2 θησαυρίζω 3 εμπλουτίζω 4 πλουταίνω 5 πλουτώ arricchìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [arrikˈkirsi] 1 πλουταίνω 2 πλουτίζω 3 θησαυρίζω 4 πλουτώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |