Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarretràto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [arreˈtrato] 1 (di pubblicazione) παλαιότερος (-η, -ο) 2 (paese, zona, costume) οπισθοδρομικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |