Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarricciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [arritˈʧare] 1 σγουραίνω 2 στρίβω 3 κατσαρώνω arricciàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [arritˈʧarsi] 1 κατσαρώνω 2 σγουραίνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |