Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarrìnga
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [arˈringa] 1 δημόσιος λόγος 2 διάλεξη 3 απολογία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |