Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arrìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈrivo]

το φτάσιμο, η άφιξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrivista arroccamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(σταθμός, αεροδρόμιο) gli arrivi = οι αφίξεις [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrivato (αρσ. επίθ και ουσ)
arrivederci (επιφ.)
arrivederla (επιφ.)
arrivismo (ουσ αρσ )
arrivista (ουσ αρσ και θηλ.)
arrivo (ουσ αρσ )
arroccamento (ουσ αρσ )
arroccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arroccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrocco (ουσ αρσ )
arrochimento (ουσ αρσ )
arrochire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrochirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrogante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
arroganza (θηλ.ουσ)
arrogarsi (ρ. μ. μτβ.)
arrogazione (θηλ.ουσ)
arrolamento (ουσ αρσ )
arrolare (ρ. μτβ.)
arroncigliare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---