Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arrogànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [arroˈgantsa]

1 ξιπασιά
2 οίηση
3 αλαζονεία
4 έπαρση
5 υπεροψία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrogante arrogarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrocco (ουσ αρσ )
arrochimento (ουσ αρσ )
arrochire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrochirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrogante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
arroganza (θηλ.ουσ)
arrogarsi (ρ. μ. μτβ.)
arrogazione (θηλ.ουσ)
arrolamento (ουσ αρσ )
arrolare (ρ. μτβ.)
arroncigliare (ρ. μτβ.)
arrossamento (ουσ αρσ )
arrossare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrossarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrossimento (ουσ αρσ )
arrossire (ρ.αμτβ.)
arrossirsi (ρ.μ. (αντων.))
arrostimento (ουσ αρσ )
arrostire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrostirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---