Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarrogànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [arroˈgantsa] 1 ξιπασιά 2 οίηση 3 αλαζονεία 4 έπαρση 5 υπεροψία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |