Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarrochìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [arroˈkire] 1 βραχνιάζω 2 κάνω βραχνό arrochìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [arroˈkirsi] βραχνιάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |