Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arroncigliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [arronʧiʎˈʎare]

1 γαντζώνω
2 αρπάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrolare arrossamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arroganza (θηλ.ουσ)
arrogarsi (ρ. μ. μτβ.)
arrogazione (θηλ.ουσ)
arrolamento (ουσ αρσ )
arrolare (ρ. μτβ.)
arroncigliare (ρ. μτβ.)
arrossamento (ουσ αρσ )
arrossare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrossarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrossimento (ουσ αρσ )
arrossire (ρ.αμτβ.)
arrossirsi (ρ.μ. (αντων.))
arrostimento (ουσ αρσ )
arrostire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrostirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrostita (θηλ.ουσ)
arrostito (επίθ.)
arrosto (ουσ αρσ )
arrosto (επίθ.)
arrotare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---