Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarroncigliàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [arronʧiʎˈʎare] 1 γαντζώνω 2 αρπάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |