Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arrotàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [arroˈtare]

1 τροχίζω
2 ακονίζω
3 αλέθω
4 οξύνω
5 ξύνω

arrotàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arroˈtarsi]

συγκρούομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrosto arrotatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrostirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrostita (θηλ.ουσ)
arrostito (επίθ.)
arrosto (ουσ αρσ )
arrosto (επίθ.)
arrotare (ρ. μτβ.)
arrotarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrotatrice (θηλ.ουσ)
arrotatura (θηλ.ουσ)
arrotino (ουσ αρσ )
arrotolamento (ουσ αρσ )
arrotolare (ρ. μτβ.)
arrotondamento (ουσ αρσ )
arrotondare (ρ. μτβ.)
arrotondarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrovellamento (ουσ αρσ )
arrovellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arroventamento (ουσ αρσ )
arroventare (ρ. μτβ.)
arroventarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---