Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarrotìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arroˈtino] 1 τροχός ακονίσματος 2 ακονιστής 3 ακονιστήρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |