Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarroventaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arroventaˈmento] 1 πυράκτωση 2 υπερθέρμανση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |