Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarruffaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arruffaˈmento] 1 αναστάτωση 2 μπέρδεμα 3 ανακάτωμα 4 καβγάς 5 ανακατωσούρα 6 μπλέξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |