Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arruffaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arruffaˈmento]

1 αναστάτωση
2 μπέρδεμα
3 ανακάτωμα
4 καβγάς
5 ανακατωσούρα
6 μπλέξιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arruffamatasse arruffapopoli  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrovesciare (ρ. μτβ.)
arrovesciarsi (ρ.μ. (αντων.))
arrovesciato (επίθ.)
arrovescio (επίρ.)
arruffamatasse (ουσ αρσ και θηλ.)
arruffamento (ουσ αρσ )
arruffapopoli (ουσ αρσ και θηλ.)
arruffare (ρ. μτβ.)
arruffarsi (ρ.μ. (αντων.))
arruffio (ουσ αρσ )
arruffone (ουσ αρσ )
arrugginimento (ουσ αρσ )
arrugginire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrugginirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrugginito (επίθ.)
arruolamento (ουσ αρσ )
arruolare (ρ. μτβ.)
arruolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arruolatore (ουσ αρσ )
arsella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---