Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arruffapòpoli  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ar,ruffaˈpɔpoli]

1 αρχηγός σπείρας κακοποιών
2 δημαγωγός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arruffamento arruffare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrovesciarsi (ρ.μ. (αντων.))
arrovesciato (επίθ.)
arrovescio (επίρ.)
arruffamatasse (ουσ αρσ και θηλ.)
arruffamento (ουσ αρσ )
arruffapopoli (ουσ αρσ και θηλ.)
arruffare (ρ. μτβ.)
arruffarsi (ρ.μ. (αντων.))
arruffio (ουσ αρσ )
arruffone (ουσ αρσ )
arrugginimento (ουσ αρσ )
arrugginire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrugginirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrugginito (επίθ.)
arruolamento (ουσ αρσ )
arruolare (ρ. μτβ.)
arruolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arruolatore (ουσ αρσ )
arsella (θηλ.ουσ)
arsenale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---