Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarruffìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arrufˈfio] 1 αταξία 2 σύγχυση 3 ανακατωσούρα 4 μπέρδεμα 5 μπλέξιμο 6 θόλωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |