Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarrotondàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [arrotonˈdare] 1 (cifra) στρονγγυλεύω 2 (stipendio) συμπληρώνω arrotondàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [arrotonˈdarsi] 1 παχαίνω 2 γίνομαι στρογγυλός 3 χοντραίνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |