Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arroventàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [arrovenˈtare]

1 πυρακτώνω
2 υπερθερμαίνω

arroventàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arrovenˈtarsi]

1 υπερθερμαίνομαι
2 πυρακτώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arroventamento arroventato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrotondare (ρ. μτβ.)
arrotondarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrovellamento (ουσ αρσ )
arrovellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arroventamento (ουσ αρσ )
arroventare (ρ. μτβ.)
arroventarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arroventato (επίθ.)
arroventatura (θηλ.ουσ)
arrovesciamento (ουσ αρσ )
arrovesciare (ρ. μτβ.)
arrovesciarsi (ρ.μ. (αντων.))
arrovesciato (επίθ.)
arrovescio (επίρ.)
arruffamatasse (ουσ αρσ και θηλ.)
arruffamento (ουσ αρσ )
arruffapopoli (ουσ αρσ και θηλ.)
arruffare (ρ. μτβ.)
arruffarsi (ρ.μ. (αντων.))
arruffio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---