Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arroventatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [arroventaˈtura]

υπερθέρμανση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arroventato arrovesciamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrovellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arroventamento (ουσ αρσ )
arroventare (ρ. μτβ.)
arroventarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arroventato (επίθ.)
arroventatura (θηλ.ουσ)
arrovesciamento (ουσ αρσ )
arrovesciare (ρ. μτβ.)
arrovesciarsi (ρ.μ. (αντων.))
arrovesciato (επίθ.)
arrovescio (επίρ.)
arruffamatasse (ουσ αρσ και θηλ.)
arruffamento (ουσ αρσ )
arruffapopoli (ουσ αρσ και θηλ.)
arruffare (ρ. μτβ.)
arruffarsi (ρ.μ. (αντων.))
arruffio (ουσ αρσ )
arruffone (ουσ αρσ )
arrugginimento (ουσ αρσ )
arrugginire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---