Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarròsto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arˈrɔsto] το ψητό arròsto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [arˈrɔsto] ψητός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |