Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arròsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈrɔsto]

το ψητό

arròsto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [arˈrɔsto]

ψητός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrostito arrotare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrostimento (ουσ αρσ )
arrostire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrostirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrostita (θηλ.ουσ)
arrostito (επίθ.)
arrosto (ουσ αρσ )
arrosto (επίθ.)
arrotare (ρ. μτβ.)
arrotarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrotatrice (θηλ.ουσ)
arrotatura (θηλ.ουσ)
arrotino (ουσ αρσ )
arrotolamento (ουσ αρσ )
arrotolare (ρ. μτβ.)
arrotondamento (ουσ αρσ )
arrotondare (ρ. μτβ.)
arrotondarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrovellamento (ουσ αρσ )
arrovellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arroventamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---