Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarrotatrìce
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [arrotaˈtriʧe] 1 συσκευή άλεσης 2 αλεστική μηχανή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |