Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arrossàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arrosˈsare]

κοκκινίζω

arrossàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arrosˈsarsi]

κοκκινίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrossamento arrossimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrogazione (θηλ.ουσ)
arrolamento (ουσ αρσ )
arrolare (ρ. μτβ.)
arroncigliare (ρ. μτβ.)
arrossamento (ουσ αρσ )
arrossare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrossarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrossimento (ουσ αρσ )
arrossire (ρ.αμτβ.)
arrossirsi (ρ.μ. (αντων.))
arrostimento (ουσ αρσ )
arrostire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrostirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrostita (θηλ.ουσ)
arrostito (επίθ.)
arrosto (ουσ αρσ )
arrosto (επίθ.)
arrotare (ρ. μτβ.)
arrotarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrotatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---