Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarrivìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arriˈvizmo] 1 κυνήγι της καριέρας 2 τυχοδιωκτισμός 3 αριβισμός 4 κοινωνική αναρρίχηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |