Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arrischiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [arrisˈkjato]

1 απρόσεκτος
2 περιπετειώδης
3 ριψοκίνδυνος
4 επικίνδυνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrischiarsi arrivare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arringa (θηλ.ουσ)
arringare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arringatore (ουσ αρσ )
arrischiare (ρ. μτβ.)
arrischiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrischiato (επίθ.)
arrivare (ρ.αμτβ.)
arrivato (αρσ. επίθ και ουσ)
arrivederci (επιφ.)
arrivederla (επιφ.)
arrivismo (ουσ αρσ )
arrivista (ουσ αρσ και θηλ.)
arrivo (ουσ αρσ )
arroccamento (ουσ αρσ )
arroccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arroccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrocco (ουσ αρσ )
arrochimento (ουσ αρσ )
arrochire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrochirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---