Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arricchiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arrikkiˈmento]

1 εμπλουτισμός
2 πλουτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arri arricchire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arretrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arretrarsi (ρ.μ. (αντων.))
arretratezza (θηλ.ουσ)
arretrato (αρσ. επίθ και ουσ)
arri (επιφ.)
arricchimento (ουσ αρσ )
arricchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arricchirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arricchito (ουσ αρσ )
arricchito (επίθ.)
arricciacapelli (ουσ αρσ )
arricciare (ρ. μτβ.)
arricciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arricciatura (θηλ.ουσ)
arridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arringa (θηλ.ουσ)
arringare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arringatore (ουσ αρσ )
arrischiare (ρ. μτβ.)
arrischiarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---