Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarricchiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arrikkiˈmento] 1 εμπλουτισμός 2 πλουτισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |