Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarretraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arretraˈmento] 1 υποχώρηση 2 άρση 3 αποχώρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |