Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arrendevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [arrendevoˈlettsa]

1 ενδοτικότητα
2 ευκαμψία
3 ευλυγισία
4 συμμόρφωση
5 προσαρμοστικότητα
6 ελαστικότητα
7 υποχωρητικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrendevole arrendevolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arredo (ουσ αρσ )
arrembaggio (ουσ αρσ )
arrembare (ρ. μτβ.)
arrendersi (ρ. μ. αμτβ.)
arrendevole (επίθ.)
arrendevolezza (θηλ.ουσ)
arrendevolmente (επίρ.)
arrestare (ρ. μτβ.)
arrestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arresto (ουσ αρσ )
arretramento (ουσ αρσ )
arretrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arretrarsi (ρ.μ. (αντων.))
arretratezza (θηλ.ουσ)
arretrato (αρσ. επίθ και ουσ)
arri (επιφ.)
arricchimento (ουσ αρσ )
arricchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arricchirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arricchito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---