Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarrèdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arˈrɛdo] 1 εφοδιασμός 2 έπιπλα 3 επίπλωση 4 εξαρτήματα 5 νοικοκυριό 6 οικοσκευή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |