Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arrestàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [arresˈtare]

1 (fermare) σταματώ
2 (catturare) συλλαβαίνω
3 (mettere in prigione) φυλακίζω

arrestàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arresˈtarsi]

1 σταματώ επί τόπου
2 ακινητοποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrendevolmente arresto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrembare (ρ. μτβ.)
arrendersi (ρ. μ. αμτβ.)
arrendevole (επίθ.)
arrendevolezza (θηλ.ουσ)
arrendevolmente (επίρ.)
arrestare (ρ. μτβ.)
arrestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arresto (ουσ αρσ )
arretramento (ουσ αρσ )
arretrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arretrarsi (ρ.μ. (αντων.))
arretratezza (θηλ.ουσ)
arretrato (αρσ. επίθ και ουσ)
arri (επιφ.)
arricchimento (ουσ αρσ )
arricchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arricchirsi (ρ. μ. αμτβ.)
arricchito (ουσ αρσ )
arricchito (επίθ.)
arricciacapelli (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---