Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarredatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [arredaˈtore] 1 διακοσμητής 2 σκηνογράφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |