Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arrangiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arranʤaˈtore]

ενορχηστρωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrangiarsi arrangolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrampicatore (ουσ αρσ )
arrancare (ρ.αμτβ.)
arrangiamento (ουσ αρσ )
arrangiare (ρ. μτβ.)
arrangiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrangiatore (ουσ αρσ )
arrangolare (ρ. μτβ.)
arrangolato (επίθ.)
arrecare (ρ. μτβ.)
arredamento (ουσ αρσ )
arredare (ρ. μτβ.)
arredato (επίθ.)
arredatore (αρσ. επίθ και ουσ)
arredo (ουσ αρσ )
arrembaggio (ουσ αρσ )
arrembare (ρ. μτβ.)
arrendersi (ρ. μ. αμτβ.)
arrendevole (επίθ.)
arrendevolezza (θηλ.ουσ)
arrendevolmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---