Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arrancàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arranˈkare]

1 προχωρώ δύσκολα
2 κάνω ένα βήμα εμπρός και δύο πίσω
3 τραβώ κουπί
4 πεδικλώνω
5 παρεμποδίζω
6 προοδεύω δύσκολα
7 αγωνίζομαι έντονα
8 κωπηλατώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrampicatore arrangiamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrabbiatura (θηλ.ουσ)
arraffare (ρ. μτβ.)
arrampicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrampicata (θηλ.ουσ)
arrampicatore (ουσ αρσ )
arrancare (ρ.αμτβ.)
arrangiamento (ουσ αρσ )
arrangiare (ρ. μτβ.)
arrangiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrangiatore (ουσ αρσ )
arrangolare (ρ. μτβ.)
arrangolato (επίθ.)
arrecare (ρ. μτβ.)
arredamento (ουσ αρσ )
arredare (ρ. μτβ.)
arredato (επίθ.)
arredatore (αρσ. επίθ και ουσ)
arredo (ουσ αρσ )
arrembaggio (ουσ αρσ )
arrembare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---