Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arraffàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [arrafˈfare]

1 αρπάζω απότομα ή βιαστικά
2 τσιμπώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrabbiatura arrampicarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrabattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrabbiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrabbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrabbiato (αρσ. επίθ και ουσ)
arrabbiatura (θηλ.ουσ)
arraffare (ρ. μτβ.)
arrampicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrampicata (θηλ.ουσ)
arrampicatore (ουσ αρσ )
arrancare (ρ.αμτβ.)
arrangiamento (ουσ αρσ )
arrangiare (ρ. μτβ.)
arrangiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrangiatore (ουσ αρσ )
arrangolare (ρ. μτβ.)
arrangolato (επίθ.)
arrecare (ρ. μτβ.)
arredamento (ουσ αρσ )
arredare (ρ. μτβ.)
arredato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---